- ἐργατεία
- ἐργατείᾱ , ἐργατείαlabourfem nom/voc/acc dualἐργατείᾱ , ἐργατείαlabourfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εργατεία — η βλ. εργατιά … Dictionary of Greek
ἐργατείας — ἐργατείᾱς , ἐργατεία labour fem acc pl ἐργατείᾱς , ἐργατεία labour fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργατείαν — ἐργατείᾱν , ἐργατεία labour fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργατειῶν — ἐργατεία labour fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργατείαις — ἐργατεία labour fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εργατιά — και εργατεία, η (AM ἐργατεία) [εργάτης] εργασία, μόχθος νεοελλ. οι εργάτες, το σύνολο τών εργατών μσν. καταναγκαστική εργασία, αγγαρεία … Dictionary of Greek
ԳՈՐԾ — (ոյ, ոց.) NBH 1 0573 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c գ. ἕργον (լծ. հյ. երկ). ἑργασία (լծ. արգասիք), ἑργατεία (ուստի թ. ըրղադլըգ ). opus (operis), operatio, factum, actus, actio,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)